αυτογνωμοσύνη
Смотреть что такое "αυτογνωμοσύνη" в других словарях:
αυτογνωμοσύνη — αὐτογνωμοσύνη, η (Μ) [αυτογνωμονώ] 1. το να ενεργεί κανείς κατά τη δική του γνώμη 2. το να επιμένει κανείς στη γνώμη του, η ισχυρογνωμοσύνη … Dictionary of Greek
αυτογνωμοσύνη — αὐτογνωμοσύνη, η (Μ) [αυτογνωμονώ] 1. το να ενεργεί κανείς κατά τη δική του γνώμη 2. το να επιμένει κανείς στη γνώμη του, η ισχυρογνωμοσύνη … Dictionary of Greek